- ολοκληρώνομαι
- ολοκληρώνομαι, ολοκληρώθηκα, ολοκληρωμένος βλ. πίν. 4
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τελειώνω — τελειῶ, όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος] φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.) νεοελλ. 1. (μτβ.) καταναλώνω εξ… … Dictionary of Greek
ολούμαι — ὁλοῡμαι, όομαι (Α) [όλος] (μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι … Dictionary of Greek
προεργάζομαι — ΝΑ επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι νεοελλ. προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω αρχ. 1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως 2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προσυντελώ — έω, Α (συν. το παθ.) προσυντελοῡμαι, έομαι ολοκληρώνομαι, περατώνομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συντελῶ «εκτελώ, εκπληρώνω»] … Dictionary of Greek
συνεργάζομαι — ΝΜΑ [εργάζομαι] εργάζομαι μαζί με άλλον ή με άλλους, συμπράττω (α. «συνεργάζομαι αρμονικά μαζί τους για την ολοκλήρωση τής μελέτης» β. «εἰ ξυμπονήσεις καὶ συνεργάσει σκόπει», Σοφ.) νεοελλ. 1. είμαι συνεργάτης, παρέχω την προσφορά μου σε περιοδικό … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
τελεσιουργώ — έω, ΜΑ [τελεσιουργός] 1. γεννώ τέλειο νεογνό, με κανονική συμπλήρωση τού χρόνου τής κυοφορίας 2. αποτελειώνω, ολοκληρώνω 3. καθιστώ αποτελεσματικό κάτι 4. τελώ θυσία, λατρεία, τελετή (αρχ) μέσ. τελεσιουργοῡμαι, έομαι συντελούμαι, ολοκληρώνομαι … Dictionary of Greek
τελεσφορώ — τελεσφορῶ, έω, ΝΜΑ [τελεσφόρος] νεοελλ. (για ενέργεια) φέρνω σε αίσιο τέλος, φέρνω αποτέλεσμα, είμαι αποτελεσματικός (α. «οι προσπάθειές του τελεσφόρησαν» β. «το φάρμακο αυτό δεν είναι τελεσφόρο») μσν. αρχ. 1. (για ζώα) κυοφορώ ώς το τέλος,… … Dictionary of Greek
βγαίνω — βγήκα, βγαλμένος 1. αφαιρούμαι, αποσύρομαι: Βγήκε το τακούνι μου. 2. ανατέλλω, εμφανίζομαι, αναδύομαι: Ξημέρωσε, σε λίγο θα βγει ο ήλιος. 3. δημοσιεύομαι, εκδίδομαι: Οι πρωινές εφημερίδες άργησαν να βγουν σήμερα. 4. αναδεικνύομαι, εκλέγομαι: Δε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)